- εὐσυνειδήτως
- εὐσυνείδητοςwith a good conscienceadverbialεὐσυνείδητοςwith a good consciencemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσυνείδητος — η, ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, ον) (για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα») νεοελλ. εκείνος που έχει συνείδηση τών… … Dictionary of Greek
благосъвѣтовати — БЛАГОСЪВѢТ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Рассуждать справедливо, давать добрый совет: здѣ же на кое требованиѥ. ни преже страсти ни враждою ни небрегуще. в делесны(х) молюсѩ. но не по зазору б҃ию. бл҃голучаще и бл҃госвѣтующе и достоино славѩще.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύορκος — η, ο (Α εὔορκος, ον) αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.) νεοελλ. συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής αρχ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις … Dictionary of Greek